Η δημιουργικότητα του μαθητή & η αυταρχική αγωγή
Ορισμένοι ορίζουν τη δημιουργικότητα με όρους παραγωγής κάποιου νέου ή ενορατικού. Για μερικούς ερευνητές, δημιουργική σκέψη σημαίνει την παραγωγή μιας ιδέας (π.χ. καλλιτεχνικής, μηχανικής ή θεωρητικής), που είναι νέα στο δημιουργό της. Για μερικούς άλλους, η δημιουργικότητα έχει ως αποτέλεσμα κάτι το νέο, κάτι που δεν υπήρχε πιο μπροστά στον ίδιο τύπο μέσα στον πολιτισμό. Η Margaret Mead υποστηρίζει την πρώτη θέση.
Η Margaret Mead συγκεκριμένα υποστηρίζει πως το παιδί ή ο έφηβος, που μπορεί να βρει νέες σχέσεις από περιορισμένα δεδομένα, κάνει μια πράξη που είναι τόσο δημιουργική, όσο εκείνες των μεγάλων διανοητών και εφευρετών κατά το παρελθόν (π.χ. του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Ντα Βίντσι, του Γαλιλαίου ή του Νεύτωνα). Τέτοιες προσφορές, από τη μεριά των μαθητών μας, πρέπει να αμείβονται.
Πρωτοπόρος ερευνητής της δημιουργικότητας, ως πνευματικής διαδικασίας, είναι ο J. P. Guilford. Κατά τον Guilford οι παραγωγικές ικανότητες του ατόμου είναι δύο ειδών : συγκλίνουσες και αποκλίνουσες.
Η συγκλίνουσα σκέψη έχει ως αποτέλεσμα μια ορθή λύση και οδηγεί σ’ ένα τυπικό δρόμο επικυρώσεως και επιβεβαιώσεως της γνώσης.
Η αποκλίνουσα σκέψη περιλαμβάνει μια κλίμακα από απαντήσεις σ’ ένα πρόβλημα, που δεν είναι καλά ορισμένο και που δεν έχει ένα καθορισμένο τρόπο λύσης. Το είδος αυτό της σκέψης περιλαμβάνει ορισμένες ιδιότητες, όπως ελαστικότητα, ευλυγισία και επεξεργασία. Προϊόν της αποκλίνουσας σκέψης είναι η δημιουργικότητα, η οποία για αρκετούς ερευνητές υπάρχει σε μεγαλύτερο ποσοστό στα νεαρά άτομα και στα παιδιά του δημοτικού σχολείου.
Για τούτο, πολύ μεγάλη έμφαση δίνεται στο ρόλο που διαδραματίζει η διαδικασία της σχολικής μάθησης, στην ανάπτυξη της δημιουργικότητας του μαθητή.
Η σχολική μάθηση δεν είναι μια απλή μετάδοση γνώσεων, αλλά μια δημιουργική δραστηριότητα και μια δημιουργική νοητική αφομοίωση, που στηρίζεται στη δυναμική, που δημιουργείται μέσα στο χώρο της τάξεως ή στις σχέσεις δασκάλου και μαθητή.
Η διδασκαλία γράφει ο Gagne δεν είναι μια διαδικασία μετάδοσης πληροφοριών, αλλά ένας τρόπος ενεργοποίησης των δυνατοτήτων του μαθητή, ο οποίος και θα πραγματοποιήσει τη μάθηση. Εκείνος με άλλα λόγια που μεταβάλλει τη διδασκαλία σε μάθηση δεν είναι ο δάσκαλος, αλλά ο μαθητής.
Η αυταρχικότητα και η καταπιεστική ατμόσφαιρα της τάξης όχι μόνο δεν προάγουν τη δημιουργικότητα του παιδιού, αλλά αντιθέτως την σκοτώνουν. Ο μονόλογος, η μηχανιστική απομνημόνευση, η ταϊστική μέθοδος μετάδοσης των γνώσεων, η ειρωνεία του δασκάλου σε απαντήσεις των μαθητών, η αποθάρρυνση του μαθητή, αποτελούν δυσμενείς παράγοντες για την παραγωγή πρωτότυπων ιδεών καθώς και εργασιών.
Η μνήμη πρέπει να παραχωρήσει τη θέση της στην κρίση. Στην τάξη θα πρέπει να επικρατεί κλίμα ενθάρρυνσης, όπου ο μαθητής δε θα φοβάται να πει ελεύθερα τη γνώμη του και όπου ο ένας θα σέβεται τη γνώμη του άλλου, όποια και αν είναι. Θα ακούει τα επιχειρήματά του και θα προβάλλει πολιτισμένα τις αντιρρήσεις του.
Η γνήσια δημοκρατία χρειάζεται δημιουργική σκέψη και δράση από τους πολίτες όχι μόνο για την κοινωνική παραγωγή, αλλά και για την καθημερινή πολιτική και για τον ελεύθερο χρόνο και προσφέρει σε όλες τις σφαίρες της ζωής τον κοινωνικό χώρο για πολύπλευρη δημιουργική ενασχόληση.
Η αντιαυταρχική αγωγή είναι η διαδικασία, που επιτρέπει την αμφίδρομη επικοινωνία στην παιδαγωγική σχέση σε πνεύμα ισότητας μεταξύ παιδαγωγού και παιδαγωγούμενου.
Ο καθηγητής της φιλοσοφίας και παιδαγωγικής στο πανεπιστήμιο της Τυβίγγης Otto Ballnow σε σχετικό βιβλίο του ορίζει την παιδαγωγική ατμόσφαιρα ως πραγματικές και όχι παραπλανητικές διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ μαθητών και δασκάλου, οι οποίες είναι συναισθηματικά τονισμένες. Οι σχέσεις αυτές αποτελούν το βάθος από το οποίο αναδύεται η παιδαγωγική συμπεριφορά.
Η διάταξη των θρανίων, η επίπλωση της σχολικής αίθουσας και γενικότερα η χωροταξική οργάνωση της μαθησιακής διαδικασίας συμβάλλουν, αναμφισβήτητα, στη δημιουργία της κατάλληλης παιδαγωγικής ατμόσφαιρας, για την ανάπτυξη της δημιουργικότητας των μαθητών.
Τον κυρίαρχο όμως ρόλο στη δημιουργία του σωστού παιδαγωγικού κλίματος διαδραματίζει ο δάσκαλος, ο οποίος θα πρέπει να αποβάλλει το ρόλο του παντογνώστη. Ο ρόλος του πρέπει να είναι βοηθητικός, συμβουλευτικός, καθοδηγητικός, συνεργατικός, δημοκρατικός, κοινωνικός, ώστε να διαμορφώνει ένα κλίμα ομαδικού πνεύματος και καλών διαπροσωπικών σχέσεων.
Με τις παραπάνω προϋποθέσεις κατά τη μαθησιακή διαδικασία, ο μαθητής μαθαίνει πώς να μαθαίνει, διερευνά και ανακαλύπτει τη γνώση με την προσωπική δημιουργική συμμετοχή του. Έτσι η αγωγή παίρνει χαρακτήρα κατανόησης και βοήθειας κατά τον Scif και παύει να είναι δαμασμός ή σχέση δράσης – αντίδρασης.
Αποτέλεσμα των παραπάνω διαδικασιών είναι η δημιουργία ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών που αποτελεί και το σκοπό της παιδείας μας
ΜΑΙΡΗ ΚΑΡΚΑΤΣΙΛΗ