Αρχαϊκή περίοδος
ΚΟΥΡΟΙ
Τα αγάλματα με τη μορφή νεαρών ανδρών και κοριτσιών, που ονομάζονται
κούροι και κόρες, ήταν επιτύμβια μνημεία ή αναθήματα σε ιερά. Oι κούροι εμφανίζονται
σε "ηρωική γυμνότητα" και συνδέονται συχνά με τον Απόλλωνα, από
ιερά του οποίου προέρχονται ολόκληρες σειρές (Δίδυμα, Δήλος, Πτώον). Ωστόσο,
δε λείπουν και οι εξαιρέσεις, όπως στην περίπτωση των κούρων του Σουνίου,
οι οποίοι συνδέονται με τον Ποσειδώνα. Οι κόρες εμφανίζονται πάντοτε ντυμένες,
κυρίως στα ιερά γυναικείων θεοτήτων, όπως στο Ηραίο της Σάμου και στην αθηναϊκή
Ακρόπολη. Και οι δύο τύποι φέρουν αφιερωματικές επιγραφές και πολλές φορές
την υπογραφή του δημιουργού τους. Αντίστοιχα, όταν έχουν χρησιμοποιηθεί ως
επιτύμβια μνημεία φέρουν επιγράμματα σχετικά με το νεκρό ή τη νεκρή, που απεικονίζονται
πάντα σε νεανική ηλικία.
ΚΟΡΕΣ
Αν για τους κούρους τα ανατομικά χαρακτηριστικά είναι ο κυριότερος μίτος της εξέλιξής τους, τη θέση αυτή επέχει στις κόρες η πτυχολογία των ενδυμάτων. Όλα τα ενδύματα ήταν ορθογώνια κομμάτια υφάσματος που στερεώνονταν με κουμπιά, πόρπες και περόνες. Τα συνηθέστερα ήταν ο ιωνικός χιτώνας που συνδυαζόταν συχνά με το λοξό ιμάτιο, το επίβλημα (πανωφόρι) και ο πέπλος.
ΙΩΝΙΚΟΣ - ΔΩΡΙΚΟΣ ΡΥΘΜΟΣ
Ο ιωνικός ρυθμός διαμορφώθηκε και αυτός στη διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδου
και η χρήση του εξαπλώθηκε από την Ιωνία -όπου πρωτοεμφανίστηκε- στις Κυκλάδες,
την Αττική και σε ένα μέρος της Μακεδονίας, ενώ κατ' εξαίρεση χρησιμοποιείται
στην ελληνική δύση. Η διαφορά του από το δωρικό ρυθμό έγκειται κυρίως στη
μορφή του κίονα και στη διάταξη του θριγκού. Υπάρχει και σε αυτόν ένα κρηπίδωμα
τριών συνήθως βαθμίδων, οι οποίες φέρουν μία ελαφρά εσοχή στο κατώτερο τμήμα
τους. O κίονας όμως δεν εδράζεται απ' ευθείας στο στυλοβάτη, αλλά σε μία κυκλική
βάση που ονομάζεται σπείρα. Η βάση αυτή διακρίνεται σε δύο μέρη, το κοίλο,
που λέγεται τροχίλος ή σκοτία, και το κυρτό, που λέγεται τόρος ή κυμάτιο.
Μερικές φορές (κυρίως στη Μικρά Aσία) η βάση αυτή τοποθετείται πάνω σε μία
τετράγωνη πλάκα, την πλίνθο.
Ο ιωνικός κίονας είναι
λεπτότερος από το δωρικό, αλλά έχει περισσότερες αριθμητικά (20 με 24) και
βαθύτερες αύλακες, των οποίων μάλιστα οι ακμές δεν είναι οξείες αλλά επίπεδες.
Οι διαφορές μεταξύ ιωνικού και δωρικού ρυθμού είναι φανερές και στο επιστύλιο,
το οποίο δεν είναι ενιαίο, αλλά χωρίζεται σε τρεις επάλληλες και προεξέχουσες
ταινίες. Στην Ιωνία, πάνω από το επιστύλιο συναντάμε μία διακοσμητική ζώνη
με λέσβιο κύμα και στηρίγματα του γείσου, που καλούνται οδόντες ή γεισίποδες.
Στα νησιά και στην Αττική επικράτησε η χρήση ζωφόρου με ανάγλυφες και κάποτε
με ζωγραφιστές παραστάσεις.
Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός των ιωνικών ναών δε διαφέρει σημαντικά από εκείνο
των δωρικών. Οι ιωνικοί ναοί όμως είναι κατά κανόνα πολύ μεγαλύτεροι σε μέγεθος.
Οι διαφορές μεταξύ των δύο ρυθμών, δωρικού και ιωνικού, εντοπίζονται κυρίως
στους κίονες και στο διάζωμα. Ο δωρικός κίονας εδράζεται απευθείας στο στυλοβάτη
και οι καθ' ύψος ραβδώσεις του χωρίζονται μεταξύ τους με οξεία γωνία. Οι ραβδώσεις,
όπως και ολόκληρος ο κίονας, στενεύουν βαθμηδόν προς την κορυφή. Το κιονόκρανο
είναι συνήθως λαξευμένο σε ενιαίο λίθο μαζί με το άνω μέρος του κίονα. Αποτελείται
από ένα καμπύλο μέλος -τον εχίνο- ο οποίος εφάπτεται σε μία τετράγωνη πλίνθο,
τον άβακα. Στην αρχή μία και αργότερα περισσότερες κοίλες γλυφές αποτελούν
τη σύνδεση του εχίνου με τον κορυφαίο σπόνδυλο. Το επιστύλιο αφήνεται κατά
κανόνα ακόσμητο, εκτός από μία ταινία στην κορυφή του διακοσμημένη κατά σταθερά
διαστήματα με κανόνα, από τον οποίο εκφύονται έξι μικρές αποφύσεις, οι σταγόνες.
Το δωρικό διάζωμα αποτελείται από στενά μέλη με κάθετες αυλακώσεις -τα τρίγλυφα-
και από πλατύτερες επιφάνειες που φέρουν συχνά γλυπτές ή γραπτές παραστάσεις,
τις μετόπες. Τρίγλυφα και μετόπες εναλλάσσονται κανονικά και υπάρχουν τρίγλυφα
πάνω από τον κάθε κίονα, πάνω από το μέσο κάθε μετακιόνιου διαστήματος και
στις γωνίες.